προαποστολή

προαποστολή
η, Ν
1. αποστολή εκ τών προτέρων
2. καθετί που προαποστέλλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαποστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”